καρδιοπάθεια

καρδιοπάθεια
η
ιατρ. γενικός όρος για τις παθήσεις τής καρδιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiopathy < cardio- (πρβλ. καρδι[ο]-*) + -pathy (πρβλ. -πάθεια < -παθής < πάθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καρδιοπάθεια — η ηπάθηση της καρδιάς: Έχει καρδιοπάθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άιζενμενγκερ, σύνδρομο — (Ιατρ.). Συγγενής καρδιοπάθεια. Χαρακτηρίζεται από έλλειψη μεσοκοιλιακού διαφράγματος, δεξιά παρεκτόπιση της αορτής, υπερτροφία της δεξιάς κοιλίας και πνευμονική στένωση. Αποτελεί το 5% των συγγενών καρδιοπαθειών. Ονομάστηκε έτσι από το όνομα του …   Dictionary of Greek

  • Φαλό — ο, Ν φρ. α) «τετραλογία τού Φαλό» ιατρ. συγγενής διαμαρτία διαπλάσεως τής καρδιάς, κυανωπική καρδιοπάθεια, που χαρακτηρίζεται από μεσοκοιλιακή επικοινωνία, υπερτροφία τής δεξιάς κοιλίας, στένωση τής πνευμονικής αρτηρίας και παρεκτόπιση τής αορτής …   Dictionary of Greek

  • κίρρωση — Προοδευτική αναπαραγωγή του συνδετικού ιστού ενός οργάνου, η οποία τις περισσότερες φορές οφείλεται σε χρόνια φλεγμονή. Ο όρος κ. χρησιμοποιείται συχνότερα για την κ. του ήπατος, χρόνια πάθηση κατά την οποία το ήπαρ χάνει τη φυσιολογική λοβιώδη… …   Dictionary of Greek

  • καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής …   Dictionary of Greek

  • καρδιοπαθής — ές αυτός που πάσχει από καρδιακή νόσο, ο καρδιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + παθής (< πάθος), πρβλ. μελεο παθής, πολυ παθής. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiopath υποχωρητ. παρ. τής λ. cardiopathy (πρβλ. καρδιοπάθεια). Η λ. μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

  • πνευμονικός — ή, ό / πνευμονικός, ή, όν ΝΜΑ [πνεύμων, ονος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πνεύμονες και αφορά ανατομικό σχηματισμό, λειτουργία ή νόσο (α. «πνευμονική φυματίωση» β. «πλήρωσις τοῡ τόπου τοῡ πνευμονικοῡ», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • ταχυκαρδία — Υπερβολική ταχύτητα των καρδιακών παλμών, γενικά με συχνότητα άνω των 100 ανά λεπτό. Οι σημαντικότερες μορφές τ. είναι: η φλεβοκομβική, η κολπική παροξυσμική και η κοιλιακή παροξυσμική. Μιλάμε για φλεβοκομβική, τ. όταν ο φλεβόκομβος εργάζεται σε… …   Dictionary of Greek

  • τετραλογία — Ονομάστηκε τ. από τους αρχαίους Έλληνες η σύσταση ή ενότητα 4 λόγων ή διαλόγων. Η λέξη λόγος σημαίνει και τον μύθο ή την υπόθεση του δράματος. Γι’ αυτό τ. είναι η σύσταση 4 δραμάτων, από τα οποία τα 3 πρώτα είναι τραγωδίες και το τέταρτο σατυρικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”